συντελεστικός

συντελεστικός
[синтэлэстикос]εκ. способствующий, полезный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συντελεστικός" в других словарях:

  • συντελεστικός — capable of causing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικός — ή, ό / συντελεστικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος αρχ. 1. συμπληρωματικός 2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός (ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • συντελεστικός — ή, ό επίρρ. ά υποβοηθητικός, ενισχυτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντελεστικά — συντελεστικός capable of causing neut nom/voc/acc pl συντελεστικά̱ , συντελεστικός capable of causing fem nom/voc/acc dual συντελεστικά̱ , συντελεστικός capable of causing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικῶν — συντελεστικός capable of causing fem gen pl συντελεστικός capable of causing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικόν — συντελεστικός capable of causing masc acc sg συντελεστικός capable of causing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικοί — συντελεστικός capable of causing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικοῦ — συντελεστικός capable of causing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστική — συντελεστικός capable of causing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικήν — συντελεστικός capable of causing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστικῶς — συντελεστικός capable of causing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»